- κατάφραγμα
- κατά-φραγμα, τό, Umgebung zur Bedeckung und zum Schutz
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
κατάφραγμα — το (Μ κατάφραγμα) [καταφράσσω] νεοελλ. το προφυλακτικό περίβλημα που εκτείνεται σε όλη την έκταση τού αντικειμένου που προφυλάσσεται μσν. αμυντικό όπλο που κάλυπτε και προστάτευε τον κορμό, θώρακας … Dictionary of Greek